εἰσέφερε

εἰσέφερε
εἰσφέρω
carry in
imperf ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προανασείω — Α [ἀνασείω] 1. ανασείω κάτι ενώπιον κάποιου απειλητικά («προανασείοντες τὰ ὅπλα καὶ καταπληττόμενοι τοὺς ἐναντίους», Διόδ.) 2. μτφ. αναταράσσω προηγουμένως («τοιούτοις λόγοις προανασείσας τὸν δῆμον... δύο νόμους εἰσέφερε», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”